riechen (ww):
ruiken(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
(en) sense with nose.
(en) to have a particular smell, whether good or bad; if descriptive, followed by "like" or "of".
(fi) aistia hajua.
(lt) lt.
(ru) вдыхать носом воздух с целью воспринять, обнаружить, распознать какой-либо запах.
(sv) avge lukt.
(sv) känna lukt., geuren(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
(en) sense with nose.
(en) to have a particular smell, whether good or bad; if descriptive, followed by "like" or "of"., stinken(en) have a strong bad smell.
(en) sense with nose.
(en) to have a particular smell, whether good or bad; if descriptive, followed by "like" or "of"., aanvoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., betasten(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., bevoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., gevoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., gewaarworden(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., rieken(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., tasten(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., voelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com