spiritual (zn):
A kind of religious song originated by Blacks in the southern United States
gospel, negro-spiritual, negrospiritual
Via: Ensyns.nl
spiritual (bn):
geestelijk(en) —.
(el) σε αντίθεση με την ύλη και τον αισθητό κόσμο.
(ru) связанный с внутренним, нравственным миром человека.
(ru) религиозный., spiritueel(en) —.
(el) σε αντίθεση με την ύλη και τον αισθητό κόσμο., geestelijke(el) σε αντίθεση με την ύλη και τον αισθητό κόσμο., psychisch(de) die Seele, die innere Verfassung des Menschen betreffend.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com