geestelijke (zn):
A member of the clergy and a spiritual leader of the Christian Church
clergyman, man of the cloth, reverend
geestelijke (zn):
A clergyman or other person in religious orders
churchman, cleric, divine, ecclesiastic
Via: Ensyns.nl
geestelijke (bn):
ghostly(el) σε αντίθεση με την ύλη και τον αισθητό κόσμο., spiritual(el) σε αντίθεση με την ύλη και τον αισθητό κόσμο.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com