mentaal (bn):
mental(nl) —.
(de) den menschlichen Geist, die Gedanken betreffend.
(el) σε σχέση με το πνεύμα ως διανοητική εργασία ή ικανότητα., intellectual(de) den menschlichen Geist, die Gedanken betreffend.
(el) σε σχέση με το πνεύμα ως διανοητική εργασία ή ικανότητα.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com