Vertaling van 'mentaal' uit het Nederlands naar het Engels

mentaal (bn):
mental(nl) —.
(de) den menschlichen Geist, die Gedanken betreffend.
(el) σε σχέση με το πνεύμα ως διανοητική εργασία ή ικανότητα.
, intellectual(de) den menschlichen Geist, die Gedanken betreffend.
(el) σε σχέση με το πνεύμα ως διανοητική εργασία ή ικανότητα.

cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken