worgen (ww):
Kill by squeezing the throat of so as to cut off the air
strangle, strangulate, throttle
Via: Ensyns.nl
worgen (ww):
strangle(nl) —.
(el) σφίγγω το λαιμό κάποιου με τα χέρια μου ή κάποιο αντικείμενο., garrotte(el) σφίγγω το λαιμό κάποιου με τα χέρια μου ή κάποιο αντικείμενο., strangulate(el) σφίγγω το λαιμό κάποιου με τα χέρια μου ή κάποιο αντικείμενο., throttle(el) σφίγγω το λαιμό κάποιου με τα χέρια μου ή κάποιο αντικείμενο.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com