befühlen (ww):
betasten(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
(en) to touch; to feel or hold with the hand(s)., aanraken(en) to touch; to feel or hold with the hand(s)., aanvoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., bevoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., geuren(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., gevoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., gewaarworden(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., rieken(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., ruiken(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., tasten(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., voelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com