empfinden (ww):
voelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
(fr) Sentir, éprouver..
(ru) обладать чувством, способностью живого существа воспринимать внешние впечатления; испытывать какое-либо чувство; воспринимать что-либо органами чувств; ощущать (осязать, обонять что-либо).
(sv) uppleva psykologisk känsla.
(sv) att tycka eller tro.
(pl) —., gewaarworden(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
(en) use biological senses.
(fr) Sentir, éprouver.., aanvoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
(fr) Sentir, éprouver.., gevoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
(fr) Sentir, éprouver.., betasten(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., bevoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., ervaren(pl) —., geuren(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., rieken(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., ruiken(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., tasten(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., waarnemen(en) use biological senses.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com