wittern (ww):
ruiken(de) —.
(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
(en) to detect the scent of., aanvoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., betasten(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., bevoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., geuren(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., gevoelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., gewaarworden(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., rieken(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., tasten(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου., voelen(el) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com