gaunt (bn):
mager(en) —., doods(el) μοναχικός, απομονωμένος., eenzaam(el) μοναχικός, απομονωμένος., graatmager(fr) Extrêmement maigre., uitgestorven(el) μοναχικός, απομονωμένος., verlaten(el) μοναχικός, απομονωμένος., woest(el) μοναχικός, απομονωμένος.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com