single (zn):
The smallest whole number or a numeral representing this number
één, een, twee, i
single (bn):
Not married or related to the unmarried state
ongetrouwd, ongehuwd
Via: Ensyns.nl
single (bn):
enkel(en) —.
(de) nicht wiederholt.
(no) Som det kun finnes én av.
(sv) med endast en eller ett av., alleenstaand(en) —.
(ca) No casat.
(ca) No casat., ongehuwd(fr) Qui n’est pas marié.
(it) aggettivo.
(es) —., ongetrouwd(fr) Qui n’est pas marié.
(it) aggettivo.
(es) —., enig(de) so, dass es nur einmal vorkommt oder stattfindet.
(fr) Qui est seul en son genre., een(tr) sayı., eenmalig(de) so, dass es nur einmal vorkommt oder stattfindet., gratis(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., individueel(de) —., kosteloos(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., kosteloze(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., los(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., losse(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., privé(sv) som relaterar till endast en människa eller ett föremål., uniek(de) so, dass es nur einmal vorkommt oder stattfindet., vrij(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., vrije(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., één(tr) sayı.
single (zn):
vrijgezel(en) —.
(sv) person utan kärleksförhållande.
(sv) låt som släpps och säljs för sig själv.
(sv) grammofonskiva med en låt på ena sidan och en på den andra., single(en) —.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com