doods (bn):
unbewohnt(el) μοναχικός, απομονωμένος.
(fr) Inhabité., verlassen(el) μοναχικός, απομονωμένος.
(fr) Inhabité., verödet(el) μοναχικός, απομονωμένος.
(fr) Inhabité., wüst(el) μοναχικός, απομονωμένος.
(fr) Inhabité., öde(el) μοναχικός, απομονωμένος.
(fr) Inhabité., einsam(fr) Inhabité., entseelt(en) lifeless; dead., leblos(en) lifeless; dead., tot(en) lifeless; dead.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com