los (bn):
lose(en) not fixed tightly.
(en) not compact.
(en) not packaged.
(ca) Mancat de força.
(ca) Mancat de força.
(sv) rörlig., frei(en) unconstrained.
(en) not imprisoned.
(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς.
(fr) Non enclos.
(lt) lt., locker(en) not fixed tightly.
(en) not compact.
(en) not packaged.
(sv) rörlig., frank und frei(en) unconstrained.
(en) not imprisoned., freimütig(en) unconstrained.
(en) not imprisoned., ungezwungen(en) unconstrained.
(en) not imprisoned., beweglich(fr) Qui se meut ou qui peut être mû, qui n’est pas fixe. (Sens général)., gratis(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., kostenlos(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., mobil(fr) Qui se meut ou qui peut être mû, qui n’est pas fixe. (Sens général)., offen(fr) Non enclos., umsonst(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., ungebunden(lt) lt., veränderlich(fr) Qui se meut ou qui peut être mû, qui n’est pas fixe. (Sens général).
los (zn):
Luchs(fr) félin.
(sv) individ av någon art från släktet ''Lynx''.
(pl) —., Eurasischer Luchs(en) Lynx lynx., Scheidung(en) act of severing., Trennung(en) act of severing.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com