aangeboren (zn):
apparenté(el) που υπάρχει εκ γενετής., cognate(el) που υπάρχει εκ γενετής., congenital(el) που υπάρχει εκ γενετής., congénital(el) που υπάρχει εκ γενετής., kindred(el) που υπάρχει εκ γενετής., parent(el) που υπάρχει εκ γενετής., proche(el) που υπάρχει εκ γενετής.
aangeboren (bn):
innate(nl) —., birth(fi) syntyjään; ao. paikasta lähtöisin, syntyisin oleva., native(fi) syntyjään; ao. paikasta lähtöisin, syntyisin oleva.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com