katholiek (bn):
catholic(nl) —.
(nl) —.
(el) εκκλησιαστικός όρος.
(el) συνολικός, καθ' ολοκηρίαν., Catholic(el) συνολικός, καθ' ολοκηρίαν.
(el) εκκλησιαστικός όρος.
(fr) relatif au catholicisme.
(tr) Katolik., universal(el) εκκλησιαστικός όρος.
(el) συνολικός, καθ' ολοκηρίαν.
katholiek (zn):
Catholic(de) Anhänger/Mitglied der katholischen Kirche.
(fr) adepte du catholicisme., Roman Catholic(fr) adepte du catholicisme., catholic(el) καθολικός (αρσενικό).
katholiek (properNoun):
Catholic(tr) Katolik.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com