woestijn (zn):
desert(nl) —.
(de) lebensfeindliches Gebiet wegen enormer Trockenheit und Hitze oder Kälte.
(ca) Espai no habitat.
(ca) Espai no habitat.
(el) άνυδρη ή ακατοίκητη περιοχή.
(es) —.
(fr) Éléments à trier ….
(lt) dykuma.
(sv) landskapstyp.
(zh) 寬闊平坦的荒漠區域.
(ru) тип ландшафта, со скудной растительностью или вообще без неё и малым количеством влаги.
(pl) —., waste(el) άνυδρη ή ακατοίκητη περιοχή., wasteland(el) άνυδρη ή ακατοίκητη περιοχή., wilderness(el) άνυδρη ή ακατοίκητη περιοχή.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com