vrij (bn):
libre(nl) —.
(ca) Que no depèn d'altri.
(ca) Que no depèn d'altri.
(en) free of obstacles.
(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς.
(en) unconstrained.
(en) not imprisoned.
(en) without obligations.
(en) unobstructed.
(en) software: with very few limitations on distribution or improvement.
(en) (software) with very few limitations on distribution or improvement.
(it) non soggetto al volere altrui.
(lt) lt.
(ru) вольный.
(sv) fri.
(pl) —.
(pl) —., sans(en) unobstructed.
(en) without obligations.
(en) software: with very few limitations on distribution or improvement.
(en) not imprisoned.
(en) unconstrained.
(it) non soggetto al volere altrui., gratuit(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς.
(sv) fri., célibataire(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., gratis(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., gratuite(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., inoccupé(el) ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς., oisif(de) keine oder keine sinnvolle Beschäftigung ausübend., oisive(de) keine oder keine sinnvolle Beschäftigung ausübend.
vrij (particle):
assez(de) im Vergleich zu Anderem deutlich mehr, sehr, in großem Maße., pas mal(de) im Vergleich zu Anderem deutlich mehr, sehr, in großem Maße., significativement(de) im Vergleich zu Anderem deutlich mehr, sehr, in großem Maße.
vrij (bw):
assez(ru) в значительной мере., plutôt(en) somewhat, fairly.
vrij (indefiniteCardinalNumeral):
assez(pl) —.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com