wilderness (zn):
A wild and uninhabited area left in its natural condition
wildernisgebied, wildernis
Via: Ensyns.nl
wilderness (zn):
wildernis(en) —.
(el) άνυδρη ή ακατοίκητη περιοχή., woestenij(el) άνυδρη ή ακατοίκητη περιοχή., woestijn(el) άνυδρη ή ακατοίκητη περιοχή.
cached Via: Dbnary en WikiWoordenboeken
Via: Memodata.com